πρωτομιλώ

πρωτομιλώ
και πρωτομιλάω Ν
1. μιλώ πρώτος
2. μιλώ για πρώτη φορά («το μωρό πρωτομίλησε χθες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτομιλώ — πρωτομίλησα, πρωτομιλήθηκα, πρωτομιλημένος 1. μιλώ πρώτος. 2. μιλώ για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτομίλησε το μωρό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”